προστυχόκοσμος

προστυχόκοσμος
ο простонародье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "προστυχόκοσμος" в других словарях:

  • προστυχόκοσμος — ο, Ν χυδαίος, αγενής κόσμος ή λαός …   Dictionary of Greek

  • προστυχόκοσμος — ο χυδαία κοινωνία, ευτελείς άνθρωποι, τιποτένιος λαός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»