- προστυχόκοσμος
- ο простонародье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προστυχόκοσμος — ο, Ν χυδαίος, αγενής κόσμος ή λαός … Dictionary of Greek
προστυχόκοσμος — ο χυδαία κοινωνία, ευτελείς άνθρωποι, τιποτένιος λαός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστυχολογιά — η, Ν πλήθος χυδαίων ανθρώπων, προστυχόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + λογιά (< λογία < λέγω «συλλέγω»), πρβλ. φτωχο λογιά (βλ. λ. λογία)] … Dictionary of Greek